ὁ σκώληξ
ὁ σκώληξ τελευτᾷ
ὁ κώνωψ, πέτεσθαι / πέτεταί
λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος . . ῥιπαῖσι fine flapping of wings
θωύσσοντος whirring making a sound
ἐξηγειρόμην I was woken from sleep
ἀποπετόμενοι φεύγουσιν
ὑμενό-πτερος , ον,
*A. [select] mem-brane-winged
τοῦ κώνωπος,
τοσοῦτο πλῆθος ἀθροίζεται κωνώπων,
οἱ δὲ κώνωπες, ἢν μὲν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ ἢ σινδόνι, διὰ τούτων δάκνουσι
προβοσκίς, ίδος, ἡ
Insects
Re: Insects
οἱ σφῆκες μετὰ ῥοιζήματος
loud-roaring, “βαρύβρομα θωύσσοντες of a bee or wasp
loud-roaring, “βαρύβρομα θωύσσοντες of a bee or wasp